- ἀμβλείᾳ
- ἀμβλείᾱͅ , ἀμβλύςbluntfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμβλεῖα — ἀμβλύς blunt fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλεία γωνία — Κάθε γωνία που είναι μεγαλύτερη από μία ορθή … Dictionary of Greek
ἀμβλείας — ἀμβλείᾱς , ἀμβλύς blunt fem acc pl ἀμβλείᾱς , ἀμβλύς blunt fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλυγώνιος — α, ο (Α ἀμβλυγώνιος, ον) αυτός που έχει αμβλεία γωνία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον αμβλεία γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + γώνιος < γωνία] … Dictionary of Greek
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλυήκοος — ἀμβλυήκοος, ον (Μ) αυτός που έχει αμβλεία την ακοή, βαρήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ήκοος < ἀκούω] … Dictionary of Greek
αμβλυδερκής — ἀμβλυδερκής, ές (Μ) αυτός που έχει αμβλεία, αδύνατη όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + δερκὴς < δέρκομαι] … Dictionary of Greek
αμβλυκέφαλος — Είδος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των βιπεριδών ή εχιδνιδών. Τα φίδια αυτά ζουν στις Φιλιππίνες και σε άλλα νησιά του Ειρηνικού ωκεανού και έχουν σώμα που καλύπτεται από χοντρές πλάκες, στρογγυλωπό κεφάλι και αρκετά μακριά ουρά. Είναι… … Dictionary of Greek
αμβλυκόρυφος — η, ο (για κωνοειδή πράγματα) αυτός που έχει αμβλεία, πλατυσμένη την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + κόρυφος < κορυφή] … Dictionary of Greek